άρρυθμος

άρρυθμος
-η, -ο (AM ἄρρυθμος, -ον) [ρυθμός]
1. αυτός που δεν έχει ρυθμό ούτε αναλογία ή συμμετρία
2. ο ακατάστατος
αρχ.
ο αντίθετος, ο εχθρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄρρυθμος — unrhythmical masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρρυθμος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει ρυθμό, που εμφανίζει αρρυθμία: Οι χτύποι της καρδιάς του είναι άρρυθμοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρρυθμότερον — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial comp ἄρρυθμος unrhythmical masc acc comp sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμως — ἄρρυθμος unrhythmical adverbial ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρυθμον — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc sg ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμου — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμους — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμων — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρύθμῳ — ἄρρυθμος unrhythmical masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρρυθμα — ἄρρυθμος unrhythmical neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”